- χωριστοί
- χωριστόςseparablemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… … Dictionary of Greek
συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… … Dictionary of Greek
Γκαρνιέ, Τονί — (Tony Garnier, Λιόν 1869 – Λα Μπεντούλ 1948).Γάλλος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας. Η φήμη του ως πολεοδόμου συνδέεται με τη μελέτη του (1901 4) για τη Βιομηχανική Πόλη (Cité industrielle),στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία της ορθολογιστικής… … Dictionary of Greek
κάρδιο — (Cardium). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων. Περιλαμβάνει μαλάκια που έχουν σχήμα καρδιάς, με δύο ίσες και εξογκωμένες θυρίδες. Οι θυρίδες αυτές εξωτερικά εμφανίζουν βαθιές αυλακώσεις σαν ακτίνες, που ξεκινούν από τον ελαστικό σύνδεσμο και… … Dictionary of Greek
Μολίονες — Κατά τη μυθολογία Ηλείοι δίδυμοι αδελφοί, γιοι της Μολιόνης και του Ποσειδώνα ή του Άκτορα, αδελφού του βασιλιά της Ήλιδας Αυγεία. Σύμφωνα με την αρχαιότερη παράδοση, οι Μ. ήταν ένα τερατώδες ον με κοινό σώμα και δύο κεφάλια· κατόπιν θεωρήθηκαν… … Dictionary of Greek